- ετερόζυξ
- ἑτερόζυξ, ὁ, ἡ (ΑΜ)μσν.αυτός που είναι ζευγμένος μαζί με άλλον, ο ετερόζυγοςαρχ.αυτός που είναι ζευγμένος μόνος στον ζυγό, χωρίς τον σύντροφό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ά-ζυξ, ομό-ζυξ].
Dictionary of Greek. 2013.